υφαντικως

υφαντικως
    ὑφαντικῶς
    по правилам ткацкого искусства Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υφαντικως" в других словарях:

  • υφαντικώς — Α επίρρ. βλ. υφαντικός …   Dictionary of Greek

  • ὑφαντικῶς — ὑφαντικός skilled in weaving adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»